-
1 μουκίζω
μουκίζω, lakon. = μύω, μυχϑίζω, mit geschlossenem Munde stöhnen und so das Zeichen des Unmuthes von sich geben, Hesych. μέμφεσϑαι τοῖς χείλεσι.
-
2 μουία
A maggot, Hsch. [full] μουκήζειν· μέμφεσθαι τοῖς χείλεσι, Id. [full] μούκηρος, [full] μουκηρόβατος, v. μύκηρος.
См. также в других словарях:
μουκήζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέμφεσθαι τοῑς χείλεσι» … Dictionary of Greek